- χρυσόλινον
- χρυσό-λῐνον, τό,A gold thread, gold wire, Paul. Aeg.6.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσόλινον — τὸ, ΜΑ χρυσή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λίνον «λινάρι» (πρβλ. λευκό λινον)] … Dictionary of Greek
χρυσολίνῳ — χρυσόλινον gold thread neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek